μετόχιο

μετόχιο
και μετόχι, το (ΑΜ μετόχιον, Μ και μετόχιν και μετόχι)
κτήμα το οποίο ανήκει στην ιδιοκτησία μοναστηριού, βρίσκεται όμως έξω από την περιοχή του και διοικείται από εντεταλμένο μοναχό αντιπρόσωπο τής μονής, ενώ καλλιεργείται είτε από μοναχούς είτε από απλούς καλλιεργητές και μερικές φορές περιλαμβάνει κελιά για τους μοναχούς, εκκλησία ή και ξενώνες
νεοελλ.
1. εξοχική κατοικία με μικρό κτήμα, αγροικία
2. μικρός αγροτικός συνοικισμός
αρχ.
μικρό κοινοβιακό μοναστήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτοχος (πρβλ. παρόχιον < πάροχος). Κατ' άλλη άποψη < μετοχή + υποκορ. κατάλ. -ιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Vergina — Stadtgemeinde Vergina (1997–2010) Δήμος Βεργίνας (Βεργίνα) …   Deutsch Wikipedia

  • Veria — Gemeinde Veria Δήμος Βέροιας (Βέροια) …   Deutsch Wikipedia

  • μετοχάρης — ο, θηλ. μετοχάρισσα (Μ μετοχάρης και μετοχιάρης) 1. (ιδίως για μοναχό) αυτός που κατοικεί σε μετόχι, ο μετοχιάριος 2. χωρικός ο οποίος κατοικεί και καλλιεργεί μετόχιο μονής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετόχι + κατάλ. (ι)άρης] …   Dictionary of Greek

  • μετοχίτης — ο (Μ μετοχίτης) μοναχός που διοικεί ή διευθύνει μετόχιο μονής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετόχι + κατάλ. ίτης (πρβλ. κατοχ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • μετοχίτικος — η, ο [μετόχι] (για κτήμα ή οικία) αυτός που ανήκει ή υπάγεται σε μετόχιο μονής («μετοχίτικο κτήμα») …   Dictionary of Greek

  • μετόχι — Ονομασία δεκαοκτώ οικισμών. 1. Οικισμός (17 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράς Πόλεως Μεσολογγίου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 270 μ., 864 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπλίας του νομού Αργολίδος. Βρίσκεται 17… …   Dictionary of Greek

  • μετόχιν — μετόχιν, τὸ (Μ) βλ. μετόχιο …   Dictionary of Greek

  • σιναίος — (I) α, ο / σιναῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και σινάϊος, αΐα, ον, ΝΜΑ [Σινᾱ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Όρος Σινά ή στη Μονή τού Σινά («Σιναία Σχολή» σχολή που λειτούργησε επί έναν σχεδόν αιώνα, από το 1550 ώς το 1640, στο σιναϊτικό μετόχιο τής… …   Dictionary of Greek

  • σιναϊτικός — ή, ό, Ν [σιναΐτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Όρος Σινά («Σιναϊτική Χερσόνησος» η Χερσόνησος Σινά) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μονή τού Σινά («σιναϊτικό μετόχιο») 3. φρ. α) «σιναϊτικός κώδικας» αρχαίο χειρόγραφο τής Αγίας… …   Dictionary of Greek

  • Βεργίνας, δήμος — Νέος δήμος (2.483 κάτ.) του νομού Ημαθίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Βεργίνης, Παλατιτσίων και Συκέας, οι οποίες καταργήθηκαν, καθώς και από τον συνοικισμό Μετόχιο Προδρόμου της πρώην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”