Vergina — Stadtgemeinde Vergina (1997–2010) Δήμος Βεργίνας (Βεργίνα) … Deutsch Wikipedia
Veria — Gemeinde Veria Δήμος Βέροιας (Βέροια) … Deutsch Wikipedia
μετοχάρης — ο, θηλ. μετοχάρισσα (Μ μετοχάρης και μετοχιάρης) 1. (ιδίως για μοναχό) αυτός που κατοικεί σε μετόχι, ο μετοχιάριος 2. χωρικός ο οποίος κατοικεί και καλλιεργεί μετόχιο μονής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετόχι + κατάλ. (ι)άρης] … Dictionary of Greek
μετοχίτης — ο (Μ μετοχίτης) μοναχός που διοικεί ή διευθύνει μετόχιο μονής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετόχι + κατάλ. ίτης (πρβλ. κατοχ ίτης)] … Dictionary of Greek
μετοχίτικος — η, ο [μετόχι] (για κτήμα ή οικία) αυτός που ανήκει ή υπάγεται σε μετόχιο μονής («μετοχίτικο κτήμα») … Dictionary of Greek
μετόχι — Ονομασία δεκαοκτώ οικισμών. 1. Οικισμός (17 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράς Πόλεως Μεσολογγίου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 270 μ., 864 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπλίας του νομού Αργολίδος. Βρίσκεται 17… … Dictionary of Greek
μετόχιν — μετόχιν, τὸ (Μ) βλ. μετόχιο … Dictionary of Greek
σιναίος — (I) α, ο / σιναῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και σινάϊος, αΐα, ον, ΝΜΑ [Σινᾱ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Όρος Σινά ή στη Μονή τού Σινά («Σιναία Σχολή» σχολή που λειτούργησε επί έναν σχεδόν αιώνα, από το 1550 ώς το 1640, στο σιναϊτικό μετόχιο τής… … Dictionary of Greek
σιναϊτικός — ή, ό, Ν [σιναΐτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Όρος Σινά («Σιναϊτική Χερσόνησος» η Χερσόνησος Σινά) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μονή τού Σινά («σιναϊτικό μετόχιο») 3. φρ. α) «σιναϊτικός κώδικας» αρχαίο χειρόγραφο τής Αγίας… … Dictionary of Greek
Βεργίνας, δήμος — Νέος δήμος (2.483 κάτ.) του νομού Ημαθίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Βεργίνης, Παλατιτσίων και Συκέας, οι οποίες καταργήθηκαν, καθώς και από τον συνοικισμό Μετόχιο Προδρόμου της πρώην… … Dictionary of Greek